αυτοδίδαχτος

αυτοδίδαχτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που έμαθε όσα ξέρει μόνος του, χωρίς δάσκαλο: Πολλοί σπουδαίοι ζωγράφοι ήταν αυτοδίδαχτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδίδαχτος — η, ο 1. αυτός που δε διδάχτηκε: Στους μαθητές δόθηκε για ερμηνεία αρχαίο κείμενο αδίδαχτο. 2. αυτός που δε διδάχτηκε, δεν παίχτηκε στο θέατρο: Το έργο ήταν αδίδαχτο ως σήμερα. 3. αυτός που έμαθε κάτι μόνος του, χωρίς να το διδαχτεί, αυτοδίδαχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”